ἐχεμυθίας

ἐχεμυθίας
ἐχεμῡθίᾱς , ἐχεμυθία
silence
fem acc pl
ἐχεμῡθίᾱς , ἐχεμυθία
silence
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εχεμύθεια — και εχεμυθία (ΑΜ ἐχεμυθία) η ιδιότητα τού εχέμυθου, το να κρατάει κάποιος για τον εαυτό του το μυστικό που τού εμπιστεύθηκε κάποιος, η μυστικότητα, η σιωπή («πρόχειρα ἔχοντα τὰ τῆς ἐχεμυθίας ἐγκώμια», Πλούτ.) αρχ. φρ. «ἡ πυθαγόρειος ἐχεμυθία» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”